Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008

ΚΑΦΕΝΕΙΟ «Η ΕΛΛΑΣ»

Σε κάθε βήμα μου η Ελλάδα με πληγώνει
(Ναζίτ Κιζμέτ, ποιητής)

Το πρόσωπο που βλέπω στον καθρέπτη κάθε μέρα με πληγώνει, πετάει το αναμμένο τσιγάρο από το παράθυρο του αυτοκινήτου. To πρόσωπο που βλέπω στον καθρέπτη, θέλει να διοριστεί στο δημόσιο για να δουλεύει λιγότερο ( το σκέφτεται αλλά δεν το λέει φόρα παρτίδα), έχει παραβιάσει την τελευταία μόνο εβδομάδα πάνω από δέκα φορές, όλες τις σημαντικές διατάξεις απαγόρευσης του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, έχει παρακολουθήσει σε εβδομαδιαία βάση τις περισσότερες ώρες τηλεόραση από οποιοδήποτε πολίτη άλλης χώρας της Ευρώπης.
Το πρόσωπο που βλέπω στον καθρέπτη δεν δίνει δεκάρα για τον κόσμο που αλλάζει γύρω του ραγδαία, μόνο η αλλαγή του κινητού του τηλεφώνου τον απασχολεί (με νεώτερο και πιο μουράτο μοντέλο), δεν πάει ποτέ στο θέατρο, δεν διαβάζει βιβλία ούτε εφημερίδες (εκτός ίσως από κάποιες αθλητικές), φοροδιαφεύγει ασύστολα, συναλλάσεται με τους «μπαρμπάδες» του που κατέχουν δημόσιους θώκους εξίσου ασύστολα, βουλιάζει καθημερινά στην αγριότητα μιας αθεράπευτης μοναξιάς, για την οποία φταίνε πάντα «οι άλλοι», οι εχθρικοί γύρω του συνάνθρωποι.
Το πρόσωπο που βλέπω στον καθρέπτη, έχει παιδιά που μεγαλώνουν δίπλα του ανίδεα για την κρεατομηχανή που τα περιμένει, καπνίζουν σαν αράπηδες, τρώνε σε θλιβερά φασφουντάδικα, στριμώχνoνται σε λαικά μπουζουξίδικα, το σχολείο για τα παιδιά αυτά, είναι μια μηχανή αναπαραγωγής αφελειών, ένα σαπιοκάραβο που θαλασσοπνίγεται στο πέλαγος της κοινωνίας των ριάλιτυ, των σίριαλ και των κάθε λογής αρπακτικών.Το πρόσωπο του καθρέπτη, πίνει ουίσκι, φτύνει στο δρόμο και τα πεζοδρόμια, διπλοπαρκάρει, βρίζει με το παραμικρό. Το πρόσωπο αυτό είναι άνδρας ή γυναίκα με ανοχή στο εντελές, το ξέφτι, το δήθεν, το κίτς, το μέτριο.
Το πρόσωπο αυτό, τα πρόσωπα αυτά , κατοικούν τη χώρα μου, την καίνε, τη λερώνουν και της ζητούν στο τέλος πάντα και τα ρέστα.Τα πρόσωπα αυτά, ψηφίζουν κυβερνήτες, αποφασίζουν για το μέλλον μου, επεμβαίνουν καθημερινά στην κόψη του σπαθιού που κρατά γερά στο χέρι εκείνη η γυναίκα του Σολωμού, στομώνοντας την ωραία λεπίδα, βάζουν στο βήμα της τρικλοποδιές, να αργήσει, να μην μετρήσει «με βία την γη», να μην μας ιστορήσει την διαδρομή, το αίμα τις στερήσεις και το δάκρυ που ζύμωσε την σημερινή μας καλοπέραση, την αφασία και την ιστορική λίθη.
Αλλοίμονο στο πρόσωπο που βλέπω στον καθρέπτη της καθημερινής μου επιβίωσης, αναγνωρίζω όλο και περισσότερο δικές μου ρυτίδες και γνωρίσματα, είναι γιατί η πανούκλα των ημερών της μετριότητας και της αβασάνιστης ρητορείας μας αρρωσταίνει όλους, μας εξισώνει σε κοινό τόπο συνάντησης, την γενικευμένη ήττα, καθενός μας χωριστά και όλων μαζί σαν κοινωνία.
Συνεχίζεται…

Ένας Βραχνιώτης